ἔρεσσ'

ἔρεσσ'
ἔρεσσι , ἔρος 2
wool
neut dat pl (epic)
ἔρεσσι , ἔρσην
NT
masc dat pl (epic)
ἔρεσσε , ἐρέσσω
row
pres imperat act 2nd sg
ἔρεσσαι , ἐρέσσω
row
aor imperat mid 2nd sg (epic)
ἔρεσσα , ἐρέσσω
row
aor ind act 1st sg (epic)
ἔρεσσε , ἐρέσσω
row
aor ind act 3rd sg (epic)
ἔρεσσε , ἐρέσσω
row
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερέσσω — (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης] κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιά αρχ. 1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας 2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» προχωρούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”